-
1 φόνου
φόνοςmurder: masc gen sgφονόωstain with blood: pres imperat act 2nd sgφονόωstain with blood: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 φόνος
A murder, slaughter,τεύξασα πόσει φόνον Od.11.430
; ;φ. ῥάπτειν 16.379
;μερμηρίζειν 2.325
;ὁρμαίνειν 4.843
;σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Il. 17.757
, etc.;φόνον πράσσειν Pi.N.3.46
;ἀκούσιον φ. ἐξεργάσασθαι Pl. Lg. 869a
;βουλεῦσαί τινι S.Aj. 1055
;ἔθου φόνον Id.OC 542
(lyr.);ἐκπορίζειν E. Ion 1114
; of arrows,φ. προπέμπειν S.Ph. 105
; τὸν Δωριέος πρὸς Ἐγεσταίων φόνον ἐκπρήξασθαι exact vengeance for the killing.., Hdt.7.158; κατὰ ζῴων φόνου καὶ μὴ φόνου ὧδε ἔχει killing or not-killing, Democr.257; in poet. phrases, φ. συρίζειν, κινύρεσθαι, πνεῖν, A.Pr. 357 (s. v.l.), Th. 123 (lyr.), Ag. 1309; φ. τινός the murder of.., Id.Eu. 580, etc.; φ. Ἑλληνικὸς μέγιστος slaughter of Greeks, Hdt.7.170;ὅμαιμος αὐθέντης φ. A.Eu. 212
; ; πολύκερως, ἄρνειος φ., Id.Aj. 55, 309;ἐπὶ φόνῳ πράσσεις φόνον E.Or. 1579
, cf. HF 1084 (lyr.);γέρων φ. μηκέτ' ἐν δόμοις τέκοι A.Ch. 805
(lyr.), etc.;ὁ ὑπὸ Θήβης Ἀλεξάνδρον φ. Plu.2.856a
;ὁ κατὰ τῶν πολιτῶν φ. D.S.19.8
: pl.,φόνοι τ' ἀνδροκτασίαι τε Od.11.612
(personified in Hes.Th. 228);ἔμφυλοι φ. ἀνδρῶν Thgn.51
, cf. S.OC 962.2 in law, murder, homicide, δικάζειν τοὺς βασιλέας αἰτιῶν φόνου Lex Dracontis ap.IG12.115.12; ;δικάζειν δίκας φόνου Id.5.11
;παραδοῦναι φόνου δίκην Id.6.42
;ἁλῶναι Id.5.59
, etc.;φεύγειν Lycurg. 133
(poet., παίδων φόνον φεύγουσα fleeing from.. E.Med. 795); ἔνοχοι ;φόνου ὑπόδικος D.54.25
; φόνου καθαρός, ἁγνός, Pl.R. 451b, Lg. 759c:ἀκούσιος φ. D.23.72
;φόνων ἀπέχεσθαι Ar.Ra. 1032
(anap.);αἱ τῶν φ. δίκαι Pl.Lg. 778d
; φόνοι.. φόνοις δεόμενοι καθαίρεσθαι ib. 870c, al.; λαγχάνονται αἱ τοῦ φ. δίκαι πρὸς [τὸν βασιλέα] Arist.Ath.57.2.3 death as a punishment,φ. προκεῖσθαι δημόλευστον S.Ant.36
.4 blood when shed, gore,ἂμ φόνον, ἂν νέκυας Il.10.298
;κέατ' ἐν φόνῳ 24.610
;ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος 16.162
;φ. κέχυται γυναίκων Alc.Fr.153
Lobel;φόνον κεύθειν Emp. 100.4
;μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον Pi.I.8(7).55
;φόνου κηκίς A.Ch. 1012
; ; ; ;χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ S.Aj.43
; of a sacrifice,ταυρείου φόνου A.Th.44
;Ἕλλην οὗ καταστάζει φ. E.IT72
; rarely in Prose of blood, Hp.Morb.2.73.5 corpse,πρὶν ἴδω τὸν Ἑλένας φόνον.. κείμενον E.Or. 1357
(lyr.); ἐπὶ φόνῳ χαμαιπετεῖ ματρός ib. 1491 (lyr.).6 rascal that deserves death, gallowsbird, a Dorian phrase, EM662.4.II of the agent or instrument of slaughter, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσι to be a death to heroes, Il. 16.144, cf. Od.21.24; of poison, Mim.Oxy.413.180;ἐν φόνῳ μαχαίρας LXX Ex.17.13
, De.13.15(16), 20.13; without ἐν, Nu.21.24.III = ἀτρακτυλίς, Thphr.HP6.4.6. -
3 ἐπέξειμι
A ibo) serving as [dialect] Att. [tense] fut. to ἐπεξέρχομαι, to which it also supplies the [tense] impf. -ῄειν, [dialect] Ion. [ per.] 3pl.- ήϊσαν Hdt.7.223
:— go out against an enemy, l. c., Th.2.21, etc.;τισί Id.6.97
;πρὸς πολεμίους X.Eq.Mag.7.3
;ἐ. τινὶ ἐς μάχην Th.2.23
, etc.II proceed against, take vengeance on, Hdt.8.143; esp. in legal sense, prosecute,τινί D.21.216
, Men.Epit. 140; ἐ. τινὶ φόνου for murder, Pl. Lg. 866b, Euthphr.4e; ἐ. τινὶ ὑπὲρ φόνου ib.b, cf. e: c. acc. pers., ἐπεξῇμεν τοῦ φόνου τὸν Ἀρίσταρχον Test. ap. D.21.107, cf. Antipho 1.11, etc.: c. dat. rei, visit, avenge,τῷ παθήματι Pl.Lg. 866b
(and c. acc.,τὸν τῶν πατέρων θάνατον D.S.4.66
); also ἐ. δίκῃ, γραφῇ, prosecute at law, Pl.Lg. 754e, Euthphr.4c, Aeschin.2.93; attack,τῷ λόγῳ μεγαλοπρεπέστερον Pl.Ly. 215e
.2 in writing, traverse, go through in detail,σμικρὰ καὶ μεγάλα ἄστεα Hdt.1.5
; ;πάσας τὰς ἀμφισβητήσεις Pl.R. 437a
.3 go through with, execute,παρασκευὰς λόγῳ καλῶς μεμφόμενοι ἀνομοίως ἔργῳ ἐπεξιέναι Th.1.84
;ἐ. τὰς τιμωρίας ἔτι μείζους Id.3.82
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέξειμι
-
4 φεύγω
Aἔφευγον 22.158
, etc., Poet.φεῦγον 9.478
, Tyrt.5.8, Pi.N. 9.13: iter.φεύγεσκον Il.17.461
, Hdt.4.43: [tense] fut.φεύξομαι Il.18.307
, etc.; also φευξοῦμαι in E. and Com., E.Med. 341, 346, Hel. 500, 1041, Ba. 659, Ar.Ach. 203 (cod. R), 1129, Pl. 447, Av. 932 ([etym.] ἀπο-), Men. 283 (but dub. where found in [dialect] Att. Prose, Pl.Lg. 635c, al., D.38.19; φευξεῖται is dub. l. in IPE12.24.11 (Olbia, iv B. C.); [tense] fut. [voice] Act. ἐκ-φεύξω only late, v.l. in Aesop.349b, cf. Chambry ii p.479): [tense] aor. ἔφῠγον, [dialect] Ion.φύγεσκον Od.17.316
: [tense] pf.πέφευγα Hdt.7.154
codd. (v. infr.11.1a); opt.πεφεύγοι Il.21.609
(ἐκ-πεφευγοίην S.OT 840
), part.πεφευγότες Od.1.12
; part. [tense] pf. [voice] Pass. πεφυγμένος in act. sense, Il.6.488, Od.1.18, etc. (in pass. sense, Epicur.Fr. 423); [dialect] Ep. πεφυζότες (cf. φύζα) Il.21.6, 528, 532, 22.1, later sg. ; [dialect] Aeol. πεφύγγων, v. φυγγάνω:—[voice] Med., μὴ φεύγησθε Anon.Hist. in PLit.Lond. 115: [tense] aor. 1 δια-φεύξασθαι Decr.Ath. in Hp.Ep.25.I abs., flee, take flight, opp. διώκω, Il.22.157, etc.;βῆ φεύγων ἐπὶ πόντον 2.665
;πῇ φεύγεις; 8.94
;πόσε φεύγετε; 16.422
;ποῖ φύγωμεν.. χθονός; A.Supp. 777
(lyr.);ποῖ τις οὖν φύγῃ; S.Aj. 403
(lyr.);ἐνθένδε ἐκεῖσε φ. Pl.Tht. 176b
: with Preps.,φ. ἀπό τινος Od.12.120
; , etc.; ἐκ πολέμοιο, ἐκ θανάτοιο, Il.7.118, 20.350;ἐκ κακῶν πεφευγέναι S.Ant. 437
, cf. Hdt.1.65;ὑπὲκ κακοῦ Il.15.700
, cf. 17.461 (rarely c. gen. only, πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων (v. infr. 11) Od.1.18;τῆς νόσου πεφευγέναι S.Ph. 1044
);φ. ἐς πατρίδα γαῖαν Il. 2.140
, 159, al.; ἐπὶ Σάρδεων, ἐπὶ τὸν Ἑλικῶνα, X.Cyr.7.2.1, Ages. 2.11;πρὸς τὸ ὄρος Id.HG3.5.19
; (lyr.);ὑπὸ δελφῖνος ἰχθύες φ. Il.21.23
, cf. 554 (cf. infr. 111.2): c. acc. cogn., φύγε λαιψηρὸν δρόμον ran the course full swiftly, Pi.P.9.121;τίνα φυγὴν φευξούμεθα; E.Hel. 1041
; φ. τὴν παρὰ θάλασσαν (sc. ὁδόν) flee by the shore route, Hdt.4.12; cf. infr. 111; for φυγῇ φεύγειν, v. infr. 11.1,φυγή 1.1
.2 [tense] pres. and [tense] impf. tenses prop. express only the purpose or endeavour to get away: hence part. φεύγων is added to the compd. Verbs καταφεύγω, ἐκφεύγω, προφεύγω, to distinguish the attempt from the accomplishment, βέλτερον, ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ it is better that one should flee and escape than stay and be caught, Il.14.81;φεύγων ἐκφεύγει Hdt.5.95
, cf. Ar.Ach. 177;φ. καταφυγεῖν Hdt.4.23
.3 φ. εἰς .. have recourse to.. take refuge in..,ἐς τοὺς ἀφώνους μάρτυρας E.Hipp. 1076
.4 c. inf., shun or shrink from doing, Hdt.4.76, Antipho 1.13, Pl.Ap. 26a; with inf. omitted, shrink back,S.
Ant. 580.II c. acc., flee, avoid, escape,Ἕκτορα Il.11.327
, etc.;φ. τινὰ ἐκ μάχης Hdt.7.104
;φ. ἐς τὴν Ἀσίην τοὺς Σκύθας Id.4.12
;φ. θάνατον Il.1.60
;ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν Od.1.11
; ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον, formula used by μύσται, D.18.259; with modal dat., φ. ὄνειδος λόγοις, ἀμαχανίαν ἔργῳ, Pi.O.6.90, P.9.92; avoid, shun,χρὴ.. φεύγειν τὰ παχύνοντα Gal.Vict.Att.12
; , cf. 46, al.; φόνον φ. flee the consequences of the murder, E.Med. 796;αἷμα συγγενὲς φ. χθονός Id.Supp. 148
;τὰν Διὸς μῆτιν φ. A.Pr. 906
(lyr.);ὀσμὴν.., μὴ βάλῃ, πεφευγότες S.Ant. 412
;φεύγων φυγῇ τὸ γῆρας Pl.Smp. 195b
;ἐς πόντον.. φύγε πέτρας νηῦς Od. 10.131
; οὐδεμία [πόλις] πέφευγε (sed fort. leg. ἀπέφυγε) δουλοσύνην πρὸς Ἱπποκράτεος at the hands of.., Hdt.7.154: part. [tense] pf. [voice] Pass. also retains the acc. in Hom. in periphrastic phrases, ;πεφυγμένον ἔμμεν ὄλεθρον Od.9.455
; , cf. h.Ven. 34:—but in pass. sense, τὸ πάραυτα πεφυγμένον κακόν Epicur.l.c.2 of things, escaped, slipped from his hands,Il.
23.465; , cf. 11.128; τὸ φεῦγον the part which slips, X.Eq. 10.9, cf. Hp.Off.9, Gal.18(2).735: c. dupl. acc.,ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων Il.4.350
, Od.1.64, etc.b of wine, 'go off', turn sour, Gp.7.7.8.III flee one's country, Il. 9.478, Od.13.259; οἱ φεύγοντες the exiles, Th.1.24, X.Ages.7.6;πατρίδα φ. Od.15.228
, X.Cyr.3.1.24;τὴν αὑτοῦ Th.5.26
;ἅπασαν τὴν Ἀθηναίων ξυμμαχίδα IG12.10.30
;φ. ἐξ Ἄργεος Od.15.224
, cf. Th.8.85; ἐξ Ἀθηνέων, ἐκ τῆς πατρίδος, Hdt.6.103, X.An.1.3.3.2 φ. ὑπὸ Σκυθέων to be expelled, driven out by.. Hdt.4.125: but esp. to be exiled,φ. ὑπὸ τοῦ δήμου Id.5.30
, X.HG1.1.27; φ. ἐξ Ἀρείου πάγου by their sentence, Din.1.44: also c. acc.,φ. Πεισιστρατίδας Hdt. 5.62
.3 abs., go into exile, live in banishment, A.Ag. 1668 (troch.), Antipho 2.2.9, Pl.Mx. 242b;δύο ἔτη φευγέτω Id.Lg. 867c
; φ. ἀειφυγίαν to be banished for life, ib. 871d, al.; , cf. 24 (Amphipolis, iv B. C.); but alsoἐν ἀειφυγίᾳ Pl.Lg. 877e
; ; φεύγοντες being in exile, opp. having gone into exile,Lys.
14.33; with play on words, "μέχρι τίνος φεύξῃ, Ἀρκαδίων; καὶ ὅς, ἔς τ' ἂν τοὺς ἀφίκωμαι οἳ οὐκ ἴσασι Φίλιππον" Duris 3 J.IV as law-term (mostly in [tense] pres. and [tense] impf., but cf. Lys.12.4 (v. infr.)), to be accused or prosecuted at law: ὁ φεύγων the accused, defendant, Ar.V. 893, Pl.R. 405b, etc.; opp.διώκω, οὔτε φεύγων ἁλοὺς οὔτε διώκων ἡττηθείς D.23.66
; c. acc., φ. γραφάς, δίκην, Ar.Eq. 442 (lyr.), Nu. 167;ὑπό τινος δίκας φ. Pl.Ap. 19c
, cf. D.49.1;οὐδενὶ πώποτε οὔτε ἡμεῖς οὔτε ἐκεῖνος δίκην οὔτε ἐδικασάμεθα οὔτε ἐφύγομεν Lys.
l. c.;φ. ἀπολογίας Aeschin.3.201
; the crime being added in gen.,φόνου δίκην φ. Antipho 5.9
;γραφὰς φ. παρανόμων D.18.235
; more freq. c. gen. only, φ. φόνου to be charged with murder, Lys.10.31, Lycurg.133, etc.;φ. δειλίας Ar. Ach. 1129
; (anap.); with gen. of the penalty,ἐὰν.. φεύγῃ δεσμῶν OGI218.92
(Ilium, iii B. C.); alsoπερὶ θανάτου φ. Antipho 5.95
;φ. ἐπὶ μηνύσει τινός And.1.18
; ἀσεβείας φ. ὑπό τινος is accused of impiety by.., Pl.Ap. 35d; rarely of things, τὸ φεῦγον ψήφισμα the decree that is on its defence, the decree in question, D.23.58:—in Hdt.7.214 αἰτίην φ. has the older sense, flee from a charge, quit one's country on account of a charge.2 plead in defence, δεῖ τοί σε φεύγειν.. ὡς οὐκ ἔχουσι κῦρος [οἱ νόμοι] A.Supp. 390; ἔφευγε μὴ εἰδέναι pleaded ignorance, S.Ant. 263, (Cf. Lat.fugio, Goth. biugan 'bend', etc.) -
5 ἀνασῴζω
Aἀνασέσωικεν IG12(5).1061.9
(Ceos, iii B.C.): [tense] aor. ἀνέσωισε ib.1004.5 (Ios, iv/iii B.C.), cf. OGI56.11:— recover what is lost, rescue, (lyr.);ἀ. φίλον ἀλλοιωφέντα Arist.EN 1165b22
:—more freq. in [voice] Med., ἀνασῴζεσθαί τινα φόνου rescue from death, S.El. 1133;ἀνασωσάμενός μοι δὸς.. Σάμον Hdt.3.140
:—but Hdt. commonly uses the [voice] Med. in the proper sense, ἀ. τὴν ἀρχήν recover it for oneself, 1.82, 106, etc.; in 3.65 he joins [voice] Act. and [voice] Med., μὴ ἀνασωσαμένοισι δὲ τὴν ἀρχὴν μηδ' ἐπιχειρήσασι ἀνασῴζειν :—[voice] Pass., to be restored, recover, Pl.Phlb. 32e; return safe,εἰς Κατάνην Lys.20.24
; ἀνασωθῆναι ἐς τὰς πατρίδας, of exiles, X.HG4.8.28;ἐκ φυγῆς Plb.18.27.2
, al.2 preserve in mind, remember, Hdt.6.65.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασῴζω
-
6 ἔνοχος
ἔνοχος, ον,A = ἐνεχόμενος, held in, bound by,τοιαύταις δόξαις Arist. Metaph. 1009b17
;ταῖς εἰρημέναις βλάβαις Id.Pol. 1337b17
; [ ἔθεσι γεροντικοῖς] Apollod.Com.7.2.2 c. gen., connected with,κοιλίης Hp.Ep.23
.II as law-term, liable to, subject to, νόμοις, δίκαις, Pl.Lg. 869b;τῇ γραφῇ X.Mem.1.2.64
;τῇ κρίσει Ev.Matt.5.22
;τῷ ὅρκῳ PRyl.82.14
(ii A. D.), etc.; ;ζημίαις Lys.14.9
;ταῖς ἀραῖς D.19.201
;δεσμῷ Id.51.4
;ὅρκῳ PHib.1.65.22
(iii B. C.), etc.; ἔ. ἀνοίαις liable to the imputation of it, Isoc.8.7;ἁμαρτήμασι Aeschin.2.146
;τοῖς αἰσχίστοις ἐπιτηδεύμασιν Id.1.185
.2 liable to action for..,Pl.
Tht. 148b: c. gen.,ἔ. τοῦ φόνου Antipho6.46
; βιαίων, λιποταξίου (sc. δίκῃ, γραφῇ), Pl.Lg. 914e, Lys.14.5;ἱεροσυλίας LXX 2 Ma.13.6
; μοιχείας Vett. Val.117.10; ἔ. θανάτου liable to the penalty of death, D.S.27.4, Ev.Matt.26.66 (but θανάτῳ Wilcken Chr.13.11 (i A. D.)): c. inf.,ἔ. ἔστω ἀποτῖσαι CIG2832.8
([place name] Aphrodisias).3 less freq. with Preps., ἔ. ἐν τοῖς αὐτοῖς Decr. ap. And.1.79;περὶ ταὐτά Arist.Rh. 1384b2
;ἔνοχοι ἔντω ἐνς Ἀθαναίαν IG4.554
(Argos, vi/v B. C.).4 guilty, liable to the penalty for,ἔ. τῷ φόνῳ Antipho 1.11
, Arist.Pol. 1269a3, cf. Rh. 1380a3: abs., Antipho4.1.1,6.17, Pl.Sph. 261a, etc.b of property, subject to liability, PMasp.312.86 (vi A. D.). -
7 καθαρεύω
καθαρεύω (s. καθαρός; Aristoph., Pla.+; pap, Philo; TestReub 6:1, 2; Just., D. 49, 7) be pure, clean Ox 840, 23 and 24. κ. τινός be free fr. someth. (Pla., Ep. 8 p. 356e; Plut., Phoc. 37, 2 φόνου, Cato Min. 24, 6 ἁμαρτημάτων; Ael. Aristid. 44 p. 828 D. τῶν αἰσχρῶν; Herm. Wr. 6, 3 τ. κακίας; CPR I, 232, 34 πάσης αἰτίας; Philo, Rer. Div. Her. 7 ἁμαρτημάτων; Jos., Ant. 1, 102 φόνου, Vi. 79) τοῦ αἵματός τινος free fr. someone’s blood GPt 11:46.—DELG s.v. καθαρός. -
8 βουλεύω
a c. inf.παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.37
b c. acc., be resolved upon κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν (v. l. βουλεύοντι: bloodthirsty) fr. 234. 3. -
9 δυνατός
1 c. inf.,a personal, able toὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκοςθνατῶν O. 10.9
καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.14
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον (sc. οἱ Βασσίδαι) N. 6.33 παῦροιδὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39
b impersonal, possibleὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45
εἰ δυνατόν, Κρονίων (sc. ἐστί) N. 9.28ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45
ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν Pae. 6.52
θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 1.2 n. pro subs., what is possible, attainable “ τᾶν ἐν δυνάτῳ φιλοτάτων” P. 4.92δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ P. 11.51
3 frag. ]ωδ' ἐπέων δυνατώτερον. Pae. 4.5
-
10 νεφέλα
νεφέλα (-ας, -ᾳ, -αν.)1 cloud ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν (sc. Ζεύς) O. 7.49οὐρανίων ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας O. 11.3
ἐπεὶ νεφέλᾳ παρελέξατο ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων ἄιδρις ἀνήρ (sc. Ἰξίων) P. 2.36χειμέριος ὄμβρος, ἐπακτὸς ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος P. 6.11
met., of sleep,κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας P. 1.7
of carnage,παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.38
ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται (ἐν τῇ τοῦ Ἄρεος νεφέλῃ Σ.) I. 7.27 frag. ]νεφελα Πα. 12e. 2. -
11 παρπόδιος
1 at one's feet met., cf. ποῦς c.παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.38
-
12 ποτί
a prep. c. acc.,I to, towardsποτὶ δῶμα Διὸς μεταβᾶσαι O. 1.42
ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος O. 10.21
ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ P. 2.36
“ καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” P. 9.53ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός N. 4.70
Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37
δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.7
παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.38
ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας N. 10.23
ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41
[ καίτοι ποτ' Ἀνταίου δόμους (v. l. καί τοί ποτ) I. 4.52] Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 3. [ πὸτ τὰν Ἀφροδίταν (codd.: πρὸς Ἀφρ. Wil.) fr. 122. 5.]II againstποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος P. 2.94
ποτὶ δ' ἐχθρὸν ὑποθεύσομαι P. 2.84
“μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75
ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται (contra Boeckh, “nam laus e familia profecta vituperio est”) *fr. 181.*III in respect of, towardsσὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66
ἔσαναν αὐτίκ' ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί O. 4.5
σαίνων ποτὶ πάντας P. 2.82
IV towards the time of, aboutὥριον ποτὶ χρόνον Pae. 3.14
b c. gen.I by, at the hand ofοὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀοιδαί I. 2.7
II in the eyes of, beforeδίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90
c c. dat.I at, onποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις P. 9.118
II on, against μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει fr. 205. 3.d in tmesis. ποτὶ κριμνάντων (v. ποτικρίμναμι) P. 4.24 ποτὶ ἕρποι (v. ποτιέρπω) N. 7.68 -
13 στίχος
1 rankκραιπνότεραι ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες P. 4.210
ἦ ῥα Μηδείας ἐπέων στίχες the ranked words P. 4.57 lit., of fighting men,παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.38
-
14 τρέπω
τρέπω (aor. 1, ἔτρεψεν; τρέψαις, -αντες; τρέψαι: aor. 2, (ἔ) τραπε(ν); τράποι: aor. med. 2, τράποιο: pass. pf. τέτραπται; τετραμμένον.)1 turna turn back, put to flightὅτ' ἀλκάεντας Δαναοὺς τρέψαις ἁλίαισιν πρύμναις Τήλεφος ἔμβαλεν O. 9.72
τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15
παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.38
b turn, met. τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω i. e. so as to conceal what is bad P. 3.83c turn, guide, lead c. πρὸς, ἐς; inf., met.σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ δᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν P. 1.70
ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν P. 3.35
ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι P. 3.55
“ καὶ γὰρ σέ ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” P. 9.43ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.10
also med., ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας (Sylburg: τρόποιο codd. Dion. Hal.) Pae. 9.9d pass., turn one's steps to, met.νιν αἰνέω πρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον O. 4.16
εἰ δὲ τέτραπται (sc. Αἴγινα)θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν I. 5.23
e in tmesis παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεὸς (v. παρατρέπω) I. 8.10 -
15 φόνος
φόνος (-ου, -ῳ, -ον)a bloodἈχιλέος· ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε Τηλέφου μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον I. 8.50
b bloodshedμάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον N. 3.46
χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν N. 8.27
παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.37ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
παῖδα ποντίας Θέτιος θρασεῖ φόνῳ πεδάσαις Pae. 6.86
κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3. met., v. φονός. -
16 αἰδέομαι
Aαἰδεῖο Il.24.503
, Od.9.269; part.αἰδόμενος Hom.
and Trag. (lyr.); imper.αἴδεο Il.21.74
: [tense] impf. , etc.,αἰδέοντο Pi.P.9.41
, poet.αἴδετο Il.21.468
, APl.4.106: [tense] fut.αἰδέσομαι Il.22.124
, [dialect] Att., [dialect] Ep.αἰδέσσομαι Od.14.388
;αἰδεσθήσομαι D.C.45.44
, Gal.1.62, ([etym.] ἐπ-) E.IA 900: [tense] aor. [voice] Med. ᾐδεσάμην, [dialect] Ep.αἰδ- Od.21.28
, [dialect] Att. (v. sub fin.), [dialect] Ep. imper.αἴδεσσαι Il.9.640
; [tense] aor. [voice] Pass.ᾐδέσθην Hom.
, etc., and in Prose, [dialect] Ep.[ per.] 3pl.αἴδεσθεν Il.7.93
: [tense] pf. ᾔδεσμαι (v. sub fin.): [voice] Act. only in καταἰδέω, q.v.:— to be ashamed, c. inf., ; ;αἰ. γὰρ γυμνοῦσθαι Od.6.221
: less freq. c. part., , cf. Plu.Aem.35: c. dat.,μὴ αἰδοῦ τῷ εὐκόλῳ Philostr.Ep. 19
: abs., αἰδεσθείς from a sense of shame, Il.17.95.2 mostly c. acc., stand in awe of, fear, esp. in moral sense,αἰδεῖο θεούς Il.24.503
, Od.9.269;Τρῶας Il.6.442
, cf. Od.2.65, etc.; ἀλλήλους αἰδεῖσθε show a sense of regard one for another, Il.5.530;οὐδὲ θεῶν ὄπιν αἰδέσατο Od.21.28
; αἴδεσσαι μέλαθρον respect the house, Il.9.640; freq. of respect for suppliants, Il.22.124, cf. Hdt.7.141; ;S.
Aj. 1356;τόνδ' ὅρκον αἰδεσθείς Id.OT 647
, cf. 1426:—in Pi. P.4.173 αἰδεσθέντες ἀλκάν regarding their reputation for valour, i.e. from self-respect, cf.ἑωυτὸν μάλιστα αἰδεῖσθαι Democr.264
: abs., τὸ αἰδεῖσθαι self-respect, Id.179; in Prose,,Δία αἰδεσθέντες Hdt.9.7
. ά; φοβοῦμαί γε.. τοὺς μοχθηρούς ([etym.] οὐ γὰρ δήποτε εἴποιμ' ἂν ὥς γε αἰδοῦμαι) Pl.Lg. 886a, cf. Euthphr. 12b,Phdr. 254e; laterαἰ. ἐπί τινι D.H.6.92
; ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως have compassion upon, show mercy, Plu. Cim.2.II respect another's misfortune, feel regard for him,μηδέ τί μ' αἰδόμενος.. μηδ' ἐλεαίρων Od.3.96
(cf. 1.2);αἰ. τὴν τῶν μηδὲν ἀδικούντων εὐσέβειαν Antipho 2.4.11
; esp.2 as [dialect] Att. law-term, to be reconciled to a person, of kinsmen who allow a homicide to return from exile, Lex ap.D.43.57;ἐὰν ἑλών τις ἀκουσίου φόνου.. αἰδέσηται καὶ ἀφῇ D.37.59
, cf.38.22;αἰδούμενος Pl.Lg. 877a
;ᾐδεσμένος D.23.77
.3 of the homicide, obtain forgiveness, D.23.72 codd. [suff] αἰδ-έσιμος, ον, exciting shame or respect, venerable, M.Ant.1.9 ([comp] Sup.), Aristid.2.99J. ([comp] Sup.), Hierocl. in CA13p.448M. ([comp] Comp.): c. dat., Aristid.Or.37(2).6; as honorary title, PFlor.15.6 (vi A. D.); τοῦ προσώπου τὸ αἰ. Luc.Nigr.26; holy, Paus.3.5.6. Adv. - μως reverently, Ael.NA2.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰδέομαι
-
17 αἰτέω
Aαἴτεον Hdt.
: [tense] fut. αἰτήσω: [tense] aor. ᾔτησα: [tense] pf.ᾔτηκα 1 Ep.Jo.5.15
: [tense] plpf.ᾐτήκει Arr.An.6.15.5
: [tense] pf. [voice] Pass. ᾔτημαι, etc.:—ask, beg, abs., Od.18.49, A.Supp. 341.2 mostly c. acc. rei, ask for, demand, Il.5.358, Od.17.365, etc.; ὁδὸν αἰ. ask leave to depart, Od.10.17; αἰ. τινί τι to ask something for one, 20.74, Hdt.5.17: c. acc. pers. et rei, ask a person for a thing, Il.22.295, Od.2.387, Hdt.3.1, etc.; δίκας αἰ. τινὰ φόνου to demand satisfaction from one for.., Hdt.8.114;αἰ. τι πρός τινος Thgn.556
;παρά τινος X.An.1.3.16
;τὰ αἰτήματα ἃ τήκαμεν παρ' αὐτοῦ 1 Ep.Jo.5.15
.3 c. acc. pers. et inf., ask one to do, Od.3.173, S.OC 1334, Ant.65, etc.;αἰ. παρά τινος δοῦναι Pl.Erx. 398e
.4 c. acc. only, beg of, D.L.6.49.II [voice] Med., ask for one's own use, claim,Λύσανδρον ἄρχοντα Lys.12.59
; freq. almost = the [voice] Act., and with the same construct., first in Hdt.1.90 ([etym.] παρ-), 9.34, A.Pr. 822, etc.; αἰτεῖσθαί τινα ὅπως.. Antiphol.12 codd.; ; freq. abs. in part.,αἰτουμένψ μοι δός A.Ch. 480
, cf. 2, Th. 260, S.Ph.63;αἰτουμένη που τεύξεται Id.Ant. 778
;αἰτησάμενος ἐχρήσατο Lys.19.27
;οὐ πῦρ γὰρ αἰτῶν, οὐδὲ λοπάδ' αἰτούμενος Men.476
; αἰτεῖσθαι ὑπέρ τινος to beg for one, Lys. 14.22.III [voice] Pass., of persons, have a thing begged of one,αἰτηθέντες χρήματα Hdt.8.111
, cf. Th.2.97, etc.;αἰτεύμενος Theoc.14.63
: c. inf., to be asked to do a thing, Pi.I.8(7).5.2 of things, to be asked,τὸ αἰτεόμενον Hdt.8.112
; ἵπποι ᾐτημένοι borrowed horses, Lys. 24.12. -
18 αἰτία
αἰτί-α, ἡ,A responsibility, mostly in bad sense, guilt, blame, or the imputation thereof, i.e. accusation, first in Pi.O.1.35 and Hdt., v. infr. (Hom. uses αἴτιος):—Phrases: αἰτίαν ἔχειν bear responsibility for, , S.Ant. 1312; but usu. to be accused, τινός of a crime,φόνου Hdt.5.70
: c. inf., Ar.V. 506; foll. by ὡς.., Pl.Ap. 38c; by ὡς c. part., Id.Phdr. 249d; ὑπό τινος by some one, A.Eu.99, Pl. R. 565b: reversely,αἰτία ἔχει τινά Hdt.5.70
,71;αἰ. φεύγειν τινός S.Ph. 1404
; ἐν αἰτίᾳ εἶναι or γίγνεσθαι, Hp.Art.67, X.Mem.2.8.6; αἰτίαν ὑπέχειν lie under a charge, Pl.Ap. 33b, X.Cyr.6.3.16;ὑπομεῖναι Aeschin.3.139
;φέρεσθαι Th.2.60
; λαβεῖν ἀπό τινος ib.18;αἰτίαις ἐνέχεσθαι Pl.Cri. 52a
;αἰτίαις περιπίπτειν Lys.7.1
;εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν Pl.Tht. 150a
;αἰτίας τυγχάνειν D.Ep.2.2
;ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖν A. Pr. 332
; ἐν αἰτίῃ ἔχειν hold one guilty, Hdt.5.106;δι' αἰτίας ἔχειν Th. 2.60
, etc.;ἐν αἰτίᾳ βάλλειν S.OT 656
; τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί impute the fault to one, Hdt.1.26;αἰτίαν νέμειν τινί S.Aj.28
;ἐπάγειν D.18.283
;προσβάλλειν τινί Antipho 3.2.4
; ἀνατιθέναι, προστιθέναι, Hp.VM21, Ar. Pax 640, etc.; ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίης to acquit of guilt, Hdt.9.88, etc.3 in good sense, εἰ.. εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ the credit is his, A.Th.4; δι' ὅντινα αἰτίαν ἔχουσιν Ἀθηναῖοι βελτίους γεγονέναι are reputed to have become better, Pl.Grg. 503b, cf. Alc.1.119a, Arist.Metaph. 984b19; ὧν.. πέρι αἰτίαν ἔχεις διαφέρειν in which you are reputed to excel, Pl.Tht. 169a; οἳ.. ἔχουσι ταύτην τὴν αἰ. who have this reputation, Id.R. 435e, cf. And. 2.12;αἰτίαν λαμβάνειν Pl.Lg. 624a
.II cause,δι' ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν Hdt.Prooem.
, cf. Democr.83, Pl.Ti. 68e, Phd. 97a sq., etc.; on the four causes of Arist. v. Ph. 194b16, Metaph. 983a26:—αἰ. τοῦ γενέσθαι or ; :—dat. αἰτίᾳ for the sake of,κοινοῦ τινος ἀγαθοῦ Th.4.87
, cf. D.H.8.29:— αἴτιον (cf.αἴτιος 11.2
) is used like αἰτία in the sense of cause, not in that of accusation.III occasion, motive, αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε gave them a the me for song, Pi.N.7.11;αἰτίαν παρέχειν Luc.Tyr.13
.IV head, category under which a thing comes, D.23.75. -
19 αἴτιος
A culpable, responsible,ἐπεὶ οὔ τί μοι αἴτιοί εἰσιν Il.1.153
, cf. B.10.34, Hdt.7.214: [comp] Comp.αἰτιώτερος Th.4.20
: [comp] Sup., τοὺς αἰτιωτάτους the most guilty, Hdt.6.50;αἰ. τινος Id.3.52
.2 Subst., αἴτιος, ὁ, the accused, the culprit, A.Ch.70, etc.; οἱ αἴ. τοῦ πατρός they who have sinned against my father, ib. 273:—c. gen. rei, οἱ αἴ. τοῦ φόνου ib. 117, cf. S.Ph. 590, Hdt.4.200.II responsible for, c. gen. rei, Hdt.1.1, etc. ; αἴτιός τινός τινι being the cause of a thing to a person, Lys.13.57, cf. D.23.54, Isoc.8.100: c. inf.,αἴ. τὸν ἠέρα ξηρὸν εἶναι Hdt.2.26
;τοῦ μὴ φαλακροῦσθαι Id.3.12
, etc.;αἴ. θανεῖν S.Ant. 1173
;αἰ. πεμφθῆναι ἄγγελον Antipho 5.23
, cf. Lys.13.82;αἴτιος τὸ σὲ ἀποκρίνασθαι Pl.La. 190e
: [comp] Comp.,τοῦ.. ἐλευθέραν εἶναι.. αἰτιώτερον D.24.5
, cf. 51.21: [comp] Sup. αἰτιώτατος, ἐν τῷ στενῷ ναυμαχῆσαι mainly instrumental in causing the sea-fight, Th.1.74;αἰ. τοῦ μὴ ἀποθανεῖν D.20.42
;- ώτατόν τι καὶ τελέως δραστικόν Phld.D.1.23
. -
20 αὐτόχειρ
A with one's own hand, creative, A.Supp. 592 (lyr.); αὐ. λούειν, παίειν, κτείνειν, S.Ant. 900, 1315, Aj. 57;τίνες ᾠκοδόμησαν;—ὄρνιθες αὐτόχειρες Ar.Av. 1132
sq., cf. Lys. 269, Theopomp.Com.86, Act.Ap.27.19, etc.: c. gen., very doer, per-petrator of a thing,αὐ. τοῦδε τοῦ τάφου S.Ant. 306
; τῆς ἀσελγείαςταύτης D.21.60
; αὐ. οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν men who accomplish neither.., Isoc.5.150.II abs., one who kills himself, suicide, S.Ant. 1175;αὐ. ἑαυτῶν Arist.Fr. 502
; simply, murderer, S.OT 231, D.21.116; αὐτὸν.. νομίζω αὐτόχειρά μου γεγενῆσθαι τούτοις τοῖς ἔργοις ib.106: c. gen.,αὐ. καὶ φονεῖς τῶν πολιτῶν Isoc.4.111
, cf. Men.Sam. 216; in full,τὸν αὐ. τοῦ φόνου S.OT 266
, cf. El. 955, D.18.287.III as Adj., murderous, esp. of murder committed by one's own hand or by kinsmen, αὐ. θάνατος, σφαγή, μοῖρα, E.Ph. 880, Or. 947, Med. 1281 (lyr.); πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι, of brothers smitten by mutual slaughter, S.Ant. 172; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόχειρ
См. также в других словарях:
φόνου — φόνος murder masc gen sg φονόω stain with blood pres imperat act 2nd sg φονόω stain with blood imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφέτης — ο (ΑΜ ἐφέτης) ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις νεοελλ. δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος τού εφετείου μσν. αρχ. 1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ. β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek
πρόσπολος — ὁ, ἡ, Α·1. θεράπων, ακόλουθος 2. ιερέας που βρίσκεται στην υπηρεσία θεού («Λητοῑ πρόσπολος», Ανθ. Παλ.) 3. (ως θηλ.) θεραπαινίδα, θαλαμηπόλος 4. φρ. α) «πρόσπολος φόνου» συνεργός φόνου β) «Βάκχου πρόσπολοι» οι Βάκχες, οι Βακχίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ραφεύς — έως, ὁ, ΜΑ ο ράφτης αρχ. φρ. «ῥαφεὺς φόνου» αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («κἀγώ δίκαιου τοῡδε τοῡ φόνου ῥαφεύς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφή + κατάλ. εύς (πρβλ. γραφ εύς)] … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φόνιος — ον, θηλ. και ία, Α [φόνος] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προέρχεται από φόνο («φονίας σταγόνας χυμένας ἐς πέδον», Αισχύλ.) 2. κηλιδωμένος με αίμα («χεῑρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.) 3. (για πράγμ. και για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που επιφέρει… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ναυπλίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου βρίσκεται στη δυτική πλευρά της κεντρικής πλατείας της παλαιάς πόλης του Ναυπλίου, της πλατείας Συντάγματος. Το τριώροφο κτίριο που στεγάζει το μουσείο χτίστηκε το 17ο αι., στη διάρκεια της Ενετοκρατίας, και… … Dictionary of Greek
Lysias — (Greek: Λυσίας) (born ca. 445 BC; died ca. 380 BC) was an Attic orator.LifeAccording to Dionysius of Halicarnassus and the author of the life ascribed to Plutarch, Lysias was born in 459 BC, which would accord with a tradition that Lysias reached … Wikipedia
АРЕОПАГ — • Άρειος πάγος, ό, 1. холм в Афинах к западу от акрополя, см. Attica, 11, Аттика; 2. Α., древнейшее и знаменитейшее афинское судилище (δικαστήριον) и вместе с тем государственный, облеченный политической властью совет (βουλή),… … Реальный словарь классических древностей
Захват людей — • Άνδροληψία, собственно похищение людей. В Афинах существовал такой закон: Έάν τις βιαίω θανάτφ αποθάνη, ύπέρ τούτου τοι̃ς προσήκουσιν ει̃ναι τας ανδροληψίας, εως αν η δίκς του̃ φόνου ύπόσχωσιν η τους αποκτείναντας… … Реальный словарь классических древностей